παρακολουθήσεις

παρακολουθήσεις
παρακολούθησις
following closely
fem nom/voc pl (attic epic)
παρακολούθησις
following closely
fem nom/acc pl (attic)
παρακολουθέω
follow
aor subj act 2nd sg (epic)
παρακολουθέω
follow
fut ind act 2nd sg
παρακολουθέω
follow
aor subj act 2nd sg (epic)
παρακολουθέω
follow
fut ind act 2nd sg
παρᾱκολουθήσεις , παρακολουθέω
follow
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”